- προτέγισμα
- προτέγισμα, ατος, τό, in pl.,A eaves, Poll.1.81.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτέγισμα — ίσματος, τὸ, Α (κυρίως στον πληθ.) τὰ προτεγίσματα το μπροστινό μέρος τής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τέγος «στέγη» + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
προτεγίσματα — προτέγισμα eaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)